- τροφιώδης
- -ῶδες, Α [τρόφις]1. αυτός που είναι γεμάτος θρόμβους, θρομβώδης («οὖρα τροφιώδεα», Ιπποκρ.)2. (η γεν. πληθ.) τροφιωδέων(κατά τον Ερωτιαν.) «σποδιωδῶν τροφιὰ γὰρ ἡ σποδιὰ λέγεται»3. (το ουδ. ως επίρρ.) τροφιῶδεςμε θρομβώδη τρόπο («τροφιῶδες οὐρεῑν», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.